- καταλείβω
- καταλείβω (Α)1. χύνω, στάζω κάποιο υγρό2. μτφ. (για δάκρυα) κλαίγοντας φθείρω το σώμα («τί σοι καιρός... δέμας... καταλείβειν» — τί σέ ωφελεί να λειώνεις με τα δάκρυα το σώμα σου3. παθ. καταλείβομαια) λειώνω από τη θλίψη («καταλειβομένας ἄλγεσι πολλοῑς», Ευρ.)β) στάζω ασταμάτητα («δάκρυα τ' ἐκ δακρύων καταλείβεται», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + λείβω «χύνω, στάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.